λαθροβιώ

λαθροβιώ
1. ζω απομονωμένος
2. έχω μυστικούς πόρους ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρόβιος. Η λ., στη μτχ. λαθροβιοῦσα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαθροβίωση — η [λαθροβιώ] 1. ο τρόπος ζωής τού λαθρόθιου 2. βιολ. η κατάσταση λανθάνουσας ζωής που παρατηρείται κατά την εγκύστωση τών κατώτερων οργανισμών και κατά την οποία οι φυσιολογικές λειτουργίες μειώνονται στο ελάχιστο, εξαιτίας δυσμενών συνθηκών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”